- συναλώμαι
- -άομαι, Απεριπλανώμαι μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀλῶμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek